πειστικότητα

πειστικότητα
η
η ιδιότητα τού πειστικού, η ικανότητα να πείθει κανείς τους άλλους («μίλησε με πειστικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειστικός. Η λ., στον λόγιο τ. πειστικότης, μαρτυρείται από το 1862 στον Γερ. Μαυρογιάννη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πειστικότητα — η η ικανότητα να πείθει κανείς: Έχει μεγάλη πειστικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • αστειεύομαι — (AM ἀστειεύομαι) μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά νεοελλ. φρ. αστειεύεσαι φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση αρχ. μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο …   Dictionary of Greek

  • εύγλωττος — η, ο (ΑΜ εὔγλωττος και εὔγλωσσος, ον) αυτός που χειρίζεται με ευκολία τον λόγο, που εκφράζεται με σαφήνεια και πειστικότητα, ο ευφραδής («εύγλωττος ρήτωρ») αρχ. 1. (για την αττική διάλεκτο) αυτός που ηχεί γλυκά 2. αυτός που λύνει τη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • πεισμονή — η, ΝΜΑ νεοελλ. πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη μσν. πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.) αρχ. 1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • περίτρανος — η, ο / περίτρανος, ον ΝΜΑ απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ») νεοελλ. φημισμένος, περίφημος μσν. αρχ. αυτός που ακούγεται καθαρά αρχ. φρ. «περίτρανα λαλώ» μιλώ με τέλεια άρθρωση. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”